Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Εκλεκτικές (αυτο)βιογραφίες


ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

«Η κρυστάλλινη διαύγεια έδωσε τη θέση της στην απροσδιοριστία και στις θεωρίες του χάους. Από τον καθρέφτη με το καθαρό είδωλο στο πρίσμα όπου ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει», αποφαίνεται η υποψήφια διδάκτορας στο ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου διήγημα της πρώτης συλλογής του Μάκη Καραγιάννη. Θέμα της διατριβής της, που βρίσκεται στο τελικό στάδιο υποστήριξης και έγκρισης, η κριτική αντιμετώπιση της βιογραφίας του Εβαρίστ Γκαλουά. Eξάλλου, οι βιογραφίες πραγματικών ή φανταστικών προσώπων, σπουδαίων ή ασήμαντων, της Ιστορίας ή της καθημερινότητας, είναι ο κύριος άξονας του βιβλίου· ο άλλος είναι τα ίδια τα βιβλία που απαρτίζουν έναν κόσμο ζωής και πλάνης, πραγματικότητας και φαντασίας, ιδεολογίας και σύγχυσης, για όσους έχουν μάθει να ζουν με αυτά και μέσα από αυτά.

Το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του μαθηματικού και βιβλιοκριτικού Μάκη Καραγιάννη, συνεκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού της Κοζάνης Παρέμβαση, τον εισάγει πλησίστιο στη λογοτεχνία και παρέχει ένα ακόμη εξαιρετικό δείγμα τού πώς η ειδική επιστήμη μπορεί να μεταπλαστεί σε λόγο δημιουργικό. Άλλωστε στην Ελλάδα έχουμε παράδοση σε αξιόλογους λογοτέχνες, μαθηματικούς (και γιατρούς), παλαιότερους και νεότερους. Από τους τελευταίους αναφέρω ενδεικτικά τον Απόστολο Δοξιάδη, τον Δημήτρη Μίγγα, τον Τεύκρο Μιχαηλίδη. Ένας άνθρωπος χωμένος στα βιβλία και στις βιβλιοθήκες κορφολογεί στοιχεία και συνθέτει σύνολα: βιογραφικά, αυτοβιογραφικά, βιοσοφικά. Από τη μια ένας τυφλοπόντικας των βιβλιοθηκών και της επιστήμης και από την άλλη ένας ζωντανός καρδιοκαταχτητής που «δόξαζε την απόλαυση της στιγμής».

Το βιβλίο, αποτελούμενο από δεκαπέντε διηγήματα, αρχίζει και τελειώνει κυκλικά με την κριτική αντιμετώπιση και αναδιήγηση της ζωής δύο σημαντικών και ιδιαίτερων επιστημόνων: του γιατρού, μαθηματικού και αστρολόγου Τζερόλαμο Καρντάνο (16ος αιώνας) και του θεμελιωτή της σύγχρονης άλγεβρας Εβαρίστ Γκαλουά (19ος αιώνας), που σκοτώθηκε σε μονομαχία, όντας μόλις είκοσι χρονών.

Από το εισαγωγικό κιόλας διήγημα, «Αυτοβιογραφία», ο αφηγητής, με ειρωνεία που διακριτικά διολισθαίνει στον αυτοσαρκασμό, συνδέει τη δική του παρουσία στην επιστήμη με την Αυτοβιογραφία (De Propria Vita) του Καρντάνο και βρίσκει τρόπο να αντιμετωπίσει θέματα όπως η ειλικρίνεια και οι παγίδες του αυτοβιογραφικού λόγου, η φήμη και η υστεροφημία των μεγάλων, η επιστημονική δεοντολογία και η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, ο έλεγχος και η κριτική της γνώσης, η καθιέρωση νέων θεωριών, οι επιστημονικές επαναστάσεις.

Στο δεύτερο διήγημα, «Στον αστερισμό της Κασσιόπης», κυριαρχούν ο έρωτας, η ζήλεια, η προδοσία, η προσπάθεια της λησμονιάς, η καταστροφή που όμως δεν ήταν εκδίκηση, αλλά ούτε και λύτρωση, για να καταλήξει: «Εκείνο που τελεσίδικα δεν αλλάζει είναι η μοναξιά». Oι χαμένες εκδόσεις βιβλίων, οι παραγνωρισμένες αυθεντίες της τέχνης, ο ρομαντισμός και ο Διαφωτισμός, το θανατηφόρο κοινωνικό σχόλιο και η μικρότητα στις ανθρώπινες συναλλαγές, η γλύκα και η πίκρα της διδασκαλίας («η μοναξιά του καθηγητή πάνω στην έδρα»), η στιγμιαία παρέκβαση από την κοσμική ζωή και το κάλεσμα του ασκητισμού, η άχαρη καθημερινότητα της υποταγμένης δημοσιοϋπαλληλίας, το αποτρόπαιο παιχνίδι του ΑΙDS, η νοσταλγική επιστροφή «εις τους αγρούς των αναμνήσεων», η ομορφιά που «προχωρεί χωρίς τον ελάχιστο οίκτο για τους στερημένους», ο καθρέφτης και το πρίσμα, η αντανάκλαση και η διάθλαση είναι τα θέματα που ρητά εκφράζονται ή λανθάνουν στα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής.

Από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της γραφής του Καραγιάννη αξίζει να επισημάνει κανείς τα στρωτά και ξεκάθαρα ελληνικά του, με τις ελεγειακές εμβόλιμες ανάσες, το δοκιμιακό ύφος (που δεν μεταπίπτει στην εκζήτηση), την αποφθεγματική χροιά (που παραπέμπει στους μύθους), την αναφορά του χρόνου (προσδιορισμένου επακριβώς και με θερμομετρικά κριτήρια), την ειρωνική χρήση λέξεων και ιδεών.

O Μάκης Καραγιάννης ξέρει να χειρίζεται επιδέξια και τις διακειμενικές αναφορές και το βιωματικό υλικό. Για τις πρώτες μάλιστα δεν διαστάζει να δηλώσει τις οφειλές και τις πνευματικές του συγγένειες, από τον Μαρσέλ Σβομπ και τον Μπόρχες μέχρι τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη και τον Τάσο Λειβαδίτη. Το μότο: «Η τέχνη του βιογράφου θα ήταν να δώσει τόση αξία στη ζωή ενός φτωχού ηθοποιού όσο και στη ζωή του Σαίξπηρ» από τον πρόλογο των Φανταστικών βίων του Σβομπ και το υπέρμετρα αναλυτικό οπισθόφυλλο του βιβλίου προσανατολίζουν την πρόσληψη του αναγνώστη. Εξάλλου, πολλές από τις πεποιθήσεις του προτύπου του φαίνεται να ενστερνίζεται ο Καραγιάννης και να αποδεικνύει έμπρακτα: το ότι η μόρφωση, για παράδειγμα, είναι μια περιπέτεια· το ότι στη βάση της δημιουργίας υπόκειται η επιστήμη· το ότι δεν υπάρχει πια πρωτοτυπία, τα πάντα έχουν ειπωθεί, ο συγγραφέας ξέρει «πως τα δικά του βιβλία είναι φτιαγμένα από τα συντρίμμια πολλών άλλων» και συνεπώς εκείνο που του μένει είναι «να γράφει καλά». Στην αφήγηση το υποκειμενικό στοιχείο παραμερίζει την έννοια της αντικειμενικότητας και στο παιχνίδι της μνήμης με την λήθη αλλά και της εσκεμμένης αλλοίωσης και ελαφράς παραχάραξης, δεν ξέρουμε ποιος είναι τελικά ο κερδισμένος.

Άφησα τελευταία την θεμιτή απορία του επαρκούς ή λιγότερο ενημερωμένου αναγνώστη για το ποιοι από τους βιογραφούμενους είναι υπαρκτά και ποιοι φανταστικά πρόσωπα. Ακόμα και οι σημειώσεις του τέλους, ηθελημένα, άλλοτε διαφωτίζουν και άλλοτε παραπλανούν. Δεν νομίζω ότι η απάντηση λύνει κανένα πρόβλημα. Η δυναμική της αφήγησης του Μάκη Καραγιάννη σε βάζει στις ατραπούς που θέλει ή που εσύ μπορείς να μπεις και αυτό είναι αρκετό. O καθρέφτης και το πρίσμα είναι πραγματική λογοτεχνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: