Κυριακή 27 Μαΐου 2007






















Απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου στην 4η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης

...Ο Ντενις Γκετζ μας λέει ότι ο Καρντάνο έγραψε την πρώτη Αυτοβιογραφία στην Ιστορία της Δυτικής Λογοτεχνίας, αλλά νομίζω ότι παραλείπει τον Ιερό Αυγουστίνο με τις Εξομολογήσεις του. Ο ήρωας του διηγήματος αν και είναι σοφός για τα μέτρα της εποχής του αφού έχει γράψει δεκάδες βιβλία, πολλά από τα οποία έχει κάψει, στο τέλος της ζωής του αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία του. “De propria vita”.
Τι σημαίνει όμως αυτή η κίνηση;
Ερμηνεύοντας τον Καρντάνο πιστεύω ότι ώριμος πλέον

«ένιωσε ότι απ’ όλα τα αντικείμενα της έρευνάς του -ιατρική, μαθηματικά, αστρολογία, κι απ’ την αλχημεία ακόμα και τη μαγεία-, κανένα δεν συγκρίνεται με την ίδια τη ζωή.
Και κατάλαβε ότι για να αποκτήσει νόημα έπρεπε να πέσει στο χαρτί, να γίνει ιστορία, να κατακτήσει την αλήθεια της μέσα από το ψέμα της γραφής.»


Όπως λέω και στο μότο του Λειβαδίτη το οποίο παραθέτω στο διήγημα: «Ακόμα κι η ζωή μου αποκτά σημασία όταν τη διηγούμαι σε κάποιον». Πιστεύω ότι η πράξη της διήγησης από την απλή εξομολόγη

ση μέχρι το μυθιστόρημα είναι αυτή η οποία προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή μας και να της δώσει ένα νόημα. Γι αυτό και είναι τόσο παλιά όσο οι μύθοι και τα παραμύθια. Η αφήγηση είναι μια πράξη παρηγορητική, παραμυθητική αλλά προπαντός μια πράξη αυτογνωσίας...


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Αυτοβιογραφία

Στον αστερισμό της Κασσιόπης

Περί Συστήματος του Παντός

Η θολή γραμμή

Το Ρόδον της Θλίψεως

Η πίσω πλευρά

Γραφή δε μένει εις χρόνους πληρεστάτους

Χώματα γλυκά

Επικίνδυνοι έρωτες

Βίος και πολιτεία του Παντελή Δημητρίου

Αναζητώντας επίλογο

Ο σπασμένος κρίκος

Ο Νοσταλγός

Καινούριες σελίδες

Ο καθρέφτης και το πρίσμα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Απόσπασμα από το βιβλίο


ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

«Ακόμα κι η ζωή μου αποκτά σημασία όταν τη διηγούμαι σε κάποιον»

Τ. Λειβαδίτης.

Το μεγάλο μέτωπο κυριαρχεί στη μορφή του, καθώς τον κοιτάζεις προφίλ. Οι σκληρές γραμμές του προσώπου καταλήγουν σε ένα γωνιώδες πηγούνι πάνω από τον ανασηκωμένο γιακά. Στο παγωμένο του βλέμμα πλανάται η αίσθηση του πόνου.

Αυτή η παλιά γκραβούρα διασώζει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν στις μέρες μας.

Υπάρχει κάτι βαθύ και ανεξήγητο που με ώθησε να ασχοληθώ με τη φημισμένη και σκοτεινή προσωπικότητά του. Η φυσική μου σεμνότητα δεν μου επιτρέπει να το ομολογήσω δημόσια. Πιστεύω, όμως, ότι η βιογραφία του διάσημου μαθηματικού θα αποκαταστήσει τον άνθρωπο στα μέτρα του και θα σκορπίσει την ομίχλη που σώρευσαν αιώνες ιστορίας.

Αγαπώ εκείνα τα πρωινά της άνοιξης του ’63. Ξαναγυρίζω στον μακρύ δρόμο που οδηγούσε στο Γυμνάσιο. Ευωδιάζουν στη μνήμη μου οι πράσινες φλαμουριές και τα «Άρωμα φίλτρο» που παίρναμε χύμα από το περίπτερο. Μειράκιον ακόμα, με τα βιβλία υπό μάλης και τα τσιγάρα στις κάλτσες, φορτωμένο προσδοκίες για το μέλλον.

Τότε ήταν που αποφάσισα να παραδοθώ, οριστικά και αμετάκλητα, στο ευγενές πάθος μου για τα μαθηματικά. Δυστυχώς, όμως, είναι μια επιστήμη για νέους. Ο Νεύτων ανακάλυψε το νόμο της βαρύτητας σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, ο Γκαλουά πέθανε στα είκοσι ένα κι εγώ έχω πενηνταρίσει χωρίς να προσθέσω στην επιστήμη ούτε ένα ιώτα. Τα άσπρα μαλλιά, που σε άλλους τομείς αποτελούν δείγμα σοφίας, εδώ είναι η πασιφανής ομολογία ότι χάθηκε η φρεσκάδα του μυαλού. Με γεμίζει μελαγχολία η ιδέα ότι είμαι ένα ασήμαντο μηδενικό μπροστά στα μεγάλα ονόματα. Ο Καρντάνο -διότι περί αυτού πρόκειται- είναι η τελευταία ελπίδα για την εξέλιξη της ακαδημαϊκής μου καριέρας, η σανίδα σωτηρίας.

Ονομάζομαι Τζιρολάμο Καρντάνο. Γεννήθηκα στην Πάβια μια συννεφιασμένη μέρα τον Σεπτέμβρη του 1501. Ο πατέρας μου ο Φάζιο, φίλος του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και διαβόητος χαρτοκλέφτης, εξ απαλών ονύχων μού δίδαξε τη σκληρότητα και την οργή. Σπούδασα στην πατρίδα μου και στην Πάντοβα. Μικρό παιδί ακόμη γνώρισα τις ατυχίες και τις ασθένειες, την ευλογιά και την πανούκλα.

Ξεκίνησα πάμπτωχος. Επί χρόνια, τα ζάρια και το σκάκι δεν ήταν μόνον πάθος αλλά και τρόπος να εξασφαλίζω τα προς το ζην. Πέρασα νύχτες παίζοντας χαρτιά και το σουγιά που είχα πάντα πάνω μου τον χειριζόμουν σαν το κοφτερό μου μυαλό. Ήρθαν στιγμές που έφαγα ψωμί ενεχυριάζοντας τα έπιπλα και τα κοσμήματα της Λουτσίας...


(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)



Τι είναι αλήθεια, τι πλάνη, και τι ανάμεσά τους;” Το ερώτημα αυτό επιχειρεί να αναδείξει ο Μάκης Καραγιάννης με τη συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα. Οι δεκαπέντε ιστορίες που την αποτελούν δεν συνιστούν άλλο από παραλλαγές, δοκιμές με διαφορετικό φωτισμό γύρω από δύο βασικά θέματα: τα βιβλία και τους βίους υπαρκτών ή φανταστικών προσώπων. Τα βιβλία, χειρόγραφα ή έντυπα, πραγματικά ή επινοημένα, βιβλία που βρίσκονται στο επίκεντρο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων διαφόρων εποχών, συνθέτουν ένα σύμπαν στο οποίο πρωταγωνιστεί η γραφή και η ειρωνεία.



Οι βίοι των ανθρώπων πού παρακολουθούμε ποικίλλουν. Άλλοτε πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα που “φτάνουν στις μέρες μας από τον ψίθυρο της ιστορίας” κι άλλοτε για ανθρώπους ταπεινούς, αφανείς, από το περιθώριο της σύγχρονης κοινωνίας. Ένα είναι βέβαιο: Χαρακτήρες όπως ο θεμελιωτής της σύγχρονης Άλγεβρας Εβαρίστ Γκαλουά, ο λόγιος του Διαφωτισμού Νεόφυτος Αδαμαντίδης, ο ρεμπέτης Στράτος Χατζηγεωργίου, ο ρομαντικός ποιητής Στέφανος Λογοθέτης, ο μοναχός Αμφιλόχιος, ο τυχοδιώκτης και μαθηματικός Τζιρόλαμο Καρντάνο, ανεξαρτήτως του αν είναι πραγματικοί ή φανταστικοί, μας καθηλώνουν με την τραγικότητά τους. Συμπαθητικοί μέσα στην πλάνη τους, αναζητούν με θέρμη την αλήθεια στον έρωτα, στη ζωή, στην επιστήμη και στην τέχνη. Εραστές και νοσταλγοί του απόλυτου, θα καταφέρουν να αγγίξουν μόνον ιριδισμούς και αντανακλάσεις του, καθώς προσκρούουν σε μιαν απροσπέλαστη, σκοτεινή περιοχή.



Το βιβλίο του Μάκη Καραγιάννη εντάσσεται εν πολλοίς στην παράδοση της πλασματικής βιογραφίας, διαλέγεται ωστόσο δημιουργικά με τα νεωτερικά δείγματα του είδους. Στο Ο καθρέφτης και το πρίσμα δεν ακολουθείται η παραδοσιακή μέθοδος της γραμμικής αιτιώδους συνάφειας, που οδηγεί στη μία και μοναδική ερμηνεία της προσωπικότητας· δεν υπάρχει καν μία εικόνα του βιογραφούμενου, αλλά, ως επί το πλείστον, πολλές και αντιφατικές εκδοχές του ίδιου προσώπου, γεγονός που, σε συνδυασμό με τα πολλαπλά επίπεδα ειρωνείας, υπονομεύει κάθε απόπειρα αντικειμενικότητας και δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ρευστή. Με τα λόγια του συγγραφέα: “Από τον καθρέφτη με το καθαρό είδωλο στο πρίσμα, όπου ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει.”